- προσψιθυρίζω
- Αψιθυρίζω προς κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσψιθυρίσαντα — προσψιθυρίζω whisper aor part act neut nom/voc/acc pl προσψιθυρίζω whisper aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσψιθύριζε — προσψιθυρίζω whisper pres imperat act 2nd sg προσψιθυρίζω whisper imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσψιθυρίσας — προσψιθυρίσᾱς , προσψιθυρίζω whisper aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)